- ἁλιώσει
- ἁλιόωmake fruitlessaor subj act 3rd sg (epic)ἁλιόωmake fruitlessfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] … Dictionary of Greek